- αρχαιοκλόπος
- ο1. αυτός που κλέβει έργα αρχαίας τέχνης είτε δεν αναφέρει στις αρμόδιες αρχές την ανεύρεση αρχαιοτήτων2. εκείνος που εμπορεύεται αρχαιότητες λαθραία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -κλοπος < κλέπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.